- διήφυσε
- διαφύσσωdraw continuallyaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφύσσω — (Α) 1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω 2. αποσπώ, αποκόπτω 3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά) … Dictionary of Greek